αλουλούδιαστος

αλουλούδιαστος
-η, -ο [λουλουδιάζω]
ο αλουλούδιστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλουλούδιστος — αλουλούδιστος, η, ο και αλουλούδιαστος, η, ο αυτός που δεν άνθισε: Ο κήπος ήταν ακόμη αλουλούδιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”